- αλμικανταράτος
- ο(λ. αραβ.) (μαθημ.), μικρός νοητός κύκλος της ουράνιας σφαίρας παράλληλος στον ορίζοντα και σε μικρό απ' αυτόν ύψος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλμικανταράτος — ο (Αστρον.) κάθε μικρός κύκλος τής ουράνιας σφαίρας που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα. Δύο αντικείμενα που βρίσκονται επάνω στον ίδιο αλμικανταράτο έχουν το ίδιο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. almicantarat <… … Dictionary of Greek